Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Μια φορά και έναν καιρό...

.
.






Μια φορά και έναν καιρό και ακόμα περισσότερο, υπήρχε μια όμορφη και μεγάλη πόλη χτισμένη στα ανατολικά της Ονειροχώρας. Εκεί ζούσε ένας παιχνιδοποιός που έφτιαχνε τις ωραιότερες κούκλες του κόσμου. Όλες ήταν αψεγάδιαστες. Φτιαγμένες με τα καλύτερα υλικά. Ντυμένες με τα ακριβότερα υφάσματα. Συνοδευόμενες από τα πιο φανταχτερά ονόματα. Όλοι οι άρχοντες και οι ευγενείς της χώρας ερχόντουσαν στον παιχνιδοποιό και έδιναν χρήματα πολλά για να αποκτήσουν τις τόσο υπέροχες και τέλειες κούκλες που έφτιαχνε.
.
Μια μέρα, καθώς ο παιχνιδοποιός κρατούσε στα χέρια του το τελευταίο του δημιούργημα και του έδινε πνοή, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος έξω από την πόρτα του. Τρόμαξε. Το χέρι του κουνήθηκε. Και.. Τι τρομερό! Μια σταγόνα χρώματος ξέφυγε από το πινέλο δημιουργώντας ένα μικρό σημαδάκι ακριβώς κάτω από το μάτι της όμορφης κούκλας του. Προσπάθησε να το διορθώσει αλλά ήταν πια αργά. Το σημάδι φαινόταν σαν δάκρυ στο πρόσωπο της. Ποιος θα ήθελε μια κούκλα που δακρύζει? Οι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν χαμογελαστά πρόσωπα. Χαρούμενα. Να καλύπτουν την δικιά τους μελαγχολεία. Η κούκλα δεν μπορούσε να πουληθεί έτσι. Ήταν παντελώς άχρηστη. Της έδωσε το όνομα Αδιαφορία και την παράτησε με έναν μορφασμό στο περβάζι του παραθύρου του.
.
Ο χρόνος περνούσε. Ο παιχνιδοποιός συνέχισε να φτιάχνει και να πουλάει όμορφες και χαμογελάστες κούκλες. Η Αδιαφορία σιωπήλη στεκόταν πάντα στο περβάζι του παραθύρου. Ποτέ δεν της έδινε σημασία. Ήταν η απόδειξη ότι είχε κάνει λάθος. Και δεν του άρεσε αυτό. Σε ποιον αρέσει άλλωστε να παραδέχεται τα λάθη του και να τα κοιτάει κατάματα?
.
Ένα πρωινό, ο παιχνιδοποιός πετάχτηκε στο διπλανό μαγαζί να αγοράσει λίγο κόκκινο χρώμμα που του τελείωσε, αφήνοντας στο μαγαζί μόνο του τον Σταχτύ, τον γάτο του. Ο Σταχτύς άλλο που δεν ήθελε να σεργιανίζει χωρίς ενόχληση στο πολύχρωμο εργαστήρι του αφεντικού του. Μ’ ένα πήδο φτάνει στο ανοιχτό παράθυρο και πλησιάζει την Αδιαφορία. Ποτέ δεν την συμπάθησε αυτή την κούκλα. Είχε κάτι. Κάτι που τον ενοχλούσε. Χώνοντας τα μουστάκια του στα μαλλιά της και με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού του, ρίχνει την Αδιαφορία στο χώμα. Μακριά από τα δικά του εδάφη.
.
Εκείνη την ώρα, έτυχε να περνάει με το καφασάκι του ο κ.Αντρέας. Ένας άντρας φτωχός, που έφτιαχνε τα παπούτσια των περαστικών. Η γυναίκα του είχε φύγει στην γέννα και αυτός έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μην λείψει η φροντίδα και η τροφή στην κορούλα του. Καθώς λοιπόν έψαχνε τόπο να αράξει τα εργαλεία του, βλέπει κάτι να γυαλίζει μέσα από μια λακούβα λάσπη. Βάζει τα χέρια του μέσα, το σηκώνει και το σκουπίζει προσεκτικά. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν μια κούκλα. Ποτέ δεν μπόρεσε να πάρει κάποιο παιχνίδι στην κόρη του. Και τώρα; Κρατάει στα χέρια του το πιο όμορφο που είχε δει ποτέ του. Την καλύπτει με το παλτό του και τρέχει χαρούμενος σπίτι. Σήμερα θα είχαν γιορτή.
.
Ο παιχνιδοποιός επέστρεψε στο εργαστήρι του και συνέχισε να φτιάχνει τις παραγγελίες του. Ξαφνικά κρύωσε. Σαν ένας παγωμένος αέρας να έχει καταλάβει όλο τον χώρο. Έριξε μερικά ακόμα ξύλα στην φωτιά και κάθισε στην μεγάλη πολυθρόνα του. Και όμως. Δεν μπορούσε να ζεσταθεί. Αισθανόταν την απώλεια να του καίει τα ρουθούνια και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Πήγαινε πάνω –κάτω στο δωμάτιο προσπαθώντας να βρει την λύση. Μέρες ολόκληρες. Δεν είχε διάθεση να φτιάξει άλλες κούκλες. Ούτε να ακούει τα φιλοφρονήματα των ευγενών. Ήθελε μόνο να διώξει αυτό το περίεργο και πρωτόγνωρο συναίσθημα από μέσα του. Ώσπου. Το κατάλαβε. Γύρισε αργά προς το μέρος του παραθύρου και έμεινε ακούνητος. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Την είχε χάσει. Για πάντα
.
Ο κ.Αντρέας μπαίνει φουριόζος μέσα στο σπίτι και σηκώνει ψηλά το ξανθό κοριτσάκι του που έπαιζε με ένα κουτάλι και μια μικρή κατσαρολίτσα. Την αφήνει κάτω. Κάνει μια βαθία υπόκλιση βγάζοντας το φθαρμένο του καπέλο. Και της παρουσιάζει με μια θεατρινίστικη φιγούρα το απόκτημα του. Η μικρή νόμιζε ότι έβλεπε όνειρο. Δάκρυα χαράς άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπο της. Αγκάλιασε με δέος την όμορφη κούκλα της. Και την ονόμασε Πολύτιμη





Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Χωμάτινος

.
.





Στο λεωφορείο μια γυναίκα προσπαθεί να μείνει όρθια.Με ίσια την πλάτη.Κορδωμένη.Ρουφώντας την κοιλιά.Κοιτώντας δεξιά και αριστερά.Μην τυχόν είδε κανένας ότι παραπάτησε στην απότομη στροφή που πήρε ο οδηγός στο τέλος του δρόμου.Φοράει ένα στενό τζιν παντελόνι.Παπούτσια πλατφόρμες.Το μαλλί βαμμένο ξανθό.Τα μάτια και το μέτωπο τραβηγμένα πίσω.Το στήθος και τα χείλη πρησμένα απο την σιλικόνη.Ίσα που μπορεί να κάνει έναν μικρό μορφασμό.Στον χρόνο.Στον χρόνο που τοσο παλεύει να νικήσει.Όμως αυτός είναι πάντα ένα βήμα μπροστά.Ποτέ δεν πιάνεται και ποτέ δεν σε αφήνει να τον προσπεράσεις.




Κάθομαι στο πιάνο και παίζω.Τα δάχτυλα μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα και μια απρόσμενη ηδονή απλώνεται στο σώμα και στο χώρο.Ξαφνικά αισθάνομαι ιδιαίτερη.Ξεχωριστή.Και αμέσως μετά, γελοία.Λες και μια μέτρια εκτέλεση ενός κομματιού,με βάζει πιο ψηλά στην κλίμακα απο τους άλλους 'κοινούς' ανθρώπους.Ένα παιχνίδι είναι η ζωή.Και εμείς σαν άπειροι παίκτες προσπαθούμε απλώς να επιβιώσουμε.Όχι να μαζέψουμε πόντους και να κερδίσουμε το έπαλθο.Απλώς να τερματίσουμε την πίστα.Νομίζοντας πως την δεύτερη φορά θα τα καταφέρουμε καλύτερα.Μα κανείς δεν μας είπε,οτι δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία.




Ένα τριώροφο πολυτελές κτίριο.Μέσα του μια μεγάλη πισίνα,ένα τζακούζι,μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας που υπόσχονται ένα τέλειο σώμα,μεγάλες γιγαντοοθόνες που δείχνουν μοντέλα γυναικών και αντρών να παρελαύνουν.Όλη η ματαιοδοξία κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους.Πλήθος ατόμων που ιδρώνουν προσπαθώντας να την ικανοποιήσουν.Να την θρέψουν.Απο τα μεγάφωνα ακούγεται μια παγωμένη φωνή.'Το γυμναστήριο μας σας εύχεται καλές γιορτές'.Ειρωνία.




Ένα ξαφνικό σφιχταγκάλιασμα απο πίσω.Ένα κορμί μέσα σ'ένα άλλο.Αναζητώντας το κομμάτι που του λείπει.Το 'μισό' που θα το κάνει να αισθανθεί ολοκληρωμένο.Μια τελετή πόθου και πάθους.Ένας οργασμός έντονος και βαθύς.Μια απελευθέρωση των θεσμών και των πρέπει.Και για ακόμα μια φορά ξεγελάσαμε την μοναξιά μας.Και για ακόμα μια φορά σιωπάσαμε τις σκέψεις.Και για ακόμα μια φορά αφήσαμε το χαμόγελο να κρυφοκοιτάξει απο το παράθυρο.Έστω και για λίγο...



Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2009

Νανούρισμα

.
.









Ξαπλωμένη στο κρεβάτι,με τις ροζ πυτζάμες,στα λευκά-ροζ σεντόνια,κοιτάζω έξω απο την ροζ-μωβ κουρτίνα,τις σκέψεις μου να παίζουν.Πότε σκαρφαλώνουν στα δέντρα.Πότε ορμάνε στον δρόμο πειράζοντας τους περαστικούς.Πότε ανεβαίνουν προς τον ουρανό και αγγίζουν τα σύννεφα.Πότε έρχονται στο δωμάτιο και στριφογυρίζουν γύρω απο μένα.Δεν σταματάνε λεπτό.Τις κοιτάζω και χαμογελάω.Έτσι είναι οι σκέψεις.Ταξιδιάρικες.Δεν μπορούν να μείνουν κολλημένες σ'ενα μέρος.

Ο χρόνος άλλαξε.Και με βρήκε σχεδόν όπως ο προηγούμενος.Στην αρχή με ανυσήχησε.Λες και σε ένα δευτερόλεπτο που αλλάζει ένας αριθμός,αλλάζει όλη η ζωή μας.Όχι.Δεν είναι έτσι τελικά.Συνεχίζουμε να προχωράμε απο εκεί που μείναμε προσπαθώντας να γίνουμε λίγο καλύτεροι.Όσο μπορεί ο καθένας...

Δεν θα κάνω απολογισμό φέτος.Για πρώτη φορά.Ούτε θα βάλω στόχους ώστε να τους δω για άλλη μια φορά να ναυαγούν στο τέλος του έτους.Θα αφήσω απλώς τον χρόνο να κυλήσει.Με μένα μέσα.Και όσο μπορώ θα χαμογελάω...

Και τώρα χαμογελάω.Παρόλο που δεν μπορώ να σηκωθώ απο το κρεβάτι.Δεν μπορώ να βγω εγώ έξω,αλλά έστειλα τις σκέψεις στην θέση μου.Να τα δουν όλα και να έρθουν να μου τα μαρτυρήσουν.







Είμαι κουρασμένη και νυστάζω.Θα ήθελα να είχα κάποιον εδώ.Να με σκέπαζε.Να με κράταγε στην αγκαλιά του.Και να μου ψιθύριζε στο αυτί παραμύθια.Μέχρι να με πάρει ο ύπνος.Να μην έφευγε μετά.Να καθόταν εκεί.Δίπλα μου.Να με κοίταγε.Να με χάιδευε.Να μου χάριζε τα πιο όμορφα όνειρα.Μέχρι το πρωί...