Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Βουτιά

.
.





Μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο να βλέπεις απο τον ουρανό να αλλάζει χρώματα.



Έχει κρύο στην παραλία σήμερα. Ο ήλιος έχει κρυφθεί εδώ και ώρες. Και ο αέρας έχει δυναμώσει για τα καλά. Οι τελευταίοι θαμώνες παλεύουν να κλείσουν τις ομπρέλες τους. Τα παιδιά τρέχουν να μαζέψουν τα παιχνίδια και τα μικρότερα κουκουλωμένα με πετσέτες περιμένουν μια αγκαλιά να τα σηκώσει και να τα πάει κάπου στεγνά.

Με τα χέρια στους ώμους, σε μια μικρή προσπάθεια να ζεσταθώ, κοιτάζω μπροστά. Ο ουρανός και η θάλασσα στο χρώμα του σκούρου μπλε. Τα κύματα σηκώνονται, θεριεύουν, και ξεσπάνε αφρίζοντας στις πέτρες. Η άμμος με κυκλικές κινήσεις χορεύει γύρω από το σώμα μου. Και εγώ σφίγγω ακόμα πιο πολύ τα χέρια πάνω μου. Σε άλλη περίπτωση δεν θα μου γεννιόταν η επιθυμία να βουτήξω σε αυτά τα αφιλόξενα νερά. Και όμως. Σήμερα κάτι με τραβάει.

Βγάζω τα ρούχα μου και χωρίς δεύτερη σκέψη βυθίζομαι μέσα τους. Η ξαφνική επαφή με το παγωμένο κόβει για μερικά δευτερόλεπτα την αναπνοή μου. Ανεβαίνω στην επιφάνεια. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Και τραβάω πίσω τα μαλλιά που έχουν καλύψει τα μάτια μου. Άλλη μια εισπνοή και πάλι μέσα.

Τι ήσυχα που είναι εδώ κάτω. Γαλήνια. Πόσο διαφορετικά από τον έξω κόσμο. Μια απίστευτη ηρεμία περιβάλλει τον χώρο. Νιώθω το κορμί μου ευέλικτο και ανάλαφρο. Σαν να είμαι για πρώτη φορά κυρίαρχός του. Αγγίζω τον βυθό και αφήνω εικόνες να γεμίσουν τα μάτια μου…

… ένα αγνό χαμόγελο παιδιού που ήρθαν να το επισκεφτούν. Μια γυναίκα να φωνάζει για τα μωρά που έχασε. Ένα δαχτυλίδι και μια υπόσχεση αγάπης και αφοσίωσης. Ένα πιάνο στη μέση της σκηνής. Δυο μάτια να κοιτάζουν με λαχτάρα τον κόσμο. Μια αγκαλιά στην μέση του πουθενά. Ένα παιδί να φωνάζει συγνώμη. Ένα δέντρο γεμάτο καρπούς. Και δυο χέρια να τους μαζεύουν. Ένα ‘σ’αγαπώ’ χαραγμένο στα χείλη. Ένας άντρας στην γωνιά του δρόμου να ζητιανεύει λίγη σημασία. Λεκιασμένες μπλούζες. Σκισμένα δάχτυλα. Λυγισμένοι εγωισμοί. Ένα ‘ευχαριστώ’ ζωγραφισμένο στα μάτια. Μια λάμψη ευτυχίας. Ένα δάκρυ. Μια απογοήτευση κλειδωμένη στον λαιμό. Ένα ντουέτο δίχως όργανα. Ο ήχος των ντραμς βγαλμένος από ένα χέρι και ένα στόμα. Μια φωτογραφική μηχανή ακουμπισμένη στο γρασίδι. Ένα απλωμένο χέρι. Μια κόκκινη χάντρα. Ένα τραγούδι που μιλάει για ψαράδες. Ένα αυθόρμητο ‘σου άρεσε?’ .Ένα πολύχρωμο φόρεμα. Ένα ζευγάρι τακούνια δίπλα σε ένα ζευγάρι παντόφλες. Μια κιθάρα. Μια ξεθωριασμένη ανάμνηση. Ένα ‘θέλω’ ριζωμένο στο στήθος. Ένα γκρίζο σύννεφο αποφάσεων μέσα στο κεφάλι. Που όσο περνάει ο χρόνος μεγαλώνει…


Και οι εικόνες συνεχίζουν να κατακλύζουν το ‘είναι’ μου.

Και όλο απομακρύνομαι από την ακτή.

Και ο αέρας μου τελειώνει.


Πρέπει να βγω.